- παχύν
- παχύςthickmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πᾶχυν — πῆχυς forearm masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TARTARUS — fluv. Venetiae, ex Athesi in Padum per Hadriae fines decurrens; unde unum ex Padi ostiis Tartarum a Plinio, l. 3. c. 16. nominatur. Est et Tartarus, et Tartara numer. plural. locus inferorum a poetis plurimum celebratus, in quo sontes plectuntur … Hofmann J. Lexicon universale
επωθώ — ἐπωθῶ, έω (Α) [ωθώ] 1. σπρώχνω προς τα εμπρός ή προς τα επάνω 2. καρφώνω με δύναμη («παχὺν ἐπωθούντων τῷ σιδήρῳ τὸν κοντὸν εἰς τοὺς ἱππεῑς», Πλούτ.) 3. παθ. ἐπωθοῡμαι, έομαι (για αποστήματα) σχηματίζω κεφαλή … Dictionary of Greek
υποτρέφω — Α [τρέφω] 1. τρέφω, περιποιούμαι (α. «σκύλακας ὑποτρέφειν», Διον. Αλ. β. «μέχρι τῆς τελευτῆς ἐπιμελῶς ὑποτρέφειν τοὺς πώγωνας», Διόδ.) 2. ενθαρρύνω, συντελώ στην ανάπτυξη («παχὺν και γλίσχρον ὑποθρέψειν χυμόν», Γαλ.) 3. (το μέσ.) ὑποτρέφομαι… … Dictionary of Greek